χοείον

χοείον
τὸ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) πιθ. «παχὺ ἔντερον».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοεῖον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουλοχοείον — οὐλοχοεῑον και οὐλοχόϊον, τὸ (Α) το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαί + χοεῖον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *οὐλοχόος / οὐλοχοῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”